- περιβλεπτότης
- περι-βλεπτότης, ητος, ἡ, Angesehenheit, Berühmtheit
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
περιβλεπτότης — τητος, ἡ, ΜΑ [περίβλεπτος] 1. η ιδιότητα τού περίβλεπτου, το να είναι κανείς ή κάτι περιφανής/ές 2. (στο Βυζάντιο) (ως τιμητικός τίτλος) εξοχότητα … Dictionary of Greek